- κουντούρα
- κουντούρα, η και κουντούρι, το(λ. τουρκ.)1. είδος χαμηλού παπουτσιού των χωρικών.2. παπούτσι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουντούρα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Οικισμός του νομού Χανίων. Βλ. λ. Γιαλός (2.). 2. Οικισμός (210 κάτ.) του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου. Η ονομασία του οικισμού, μετά το 1991, είναι Αγία Κυριακή. * * * η 1. είδος χαμηλού… … Dictionary of Greek
ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ II — Архитектура Рассмотрение процесса развития греч. церковного зодчества по территориальному признаку достаточно условно и не учитывает целого ряда не только периферийных, но и центральных явлений. Для Г., с ее богатой античной и средневек.… … Православная энциклопедия
Eleutherai — 38.17956123.375789 Koordinaten: 38° 10′ 46″ N, 23° 22′ 33″ O … Deutsch Wikipedia
Eleuther — Festungsmauer der Stadt Eleutherai, als deren sagenhafter Gründer Eleuther gilt. Eleuther (griechisch Ἐλευθήρ „Eleuthér“ = Befreier) war in der griechischen Mythologie König der Stadt Eleutherai und gilt als Namensgeber der Stadt Eleutherai… … Deutsch Wikipedia
γιαλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 224 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης. Ο Γ., που βρίσκεται στη ΒΔ ακτή του νομού, στον μυχό του Πατραϊκού κόλπου, ονομαζόταν μέχρι το… … Dictionary of Greek
κουντουράδικο — το [κουντουράς] το εργαστήριο τού κουντουρά, υποδηματοποιείο … Dictionary of Greek
κουντουράς — ο [κουντούρα] αυτός που κατασκευάζει κουντούρες, παπουτσής, υποδηματοποιός … Dictionary of Greek
κουντούρι — το (Μ κουντούρι και κουντόρι) [κουντούρα] παπούτσι μσν. φρ. «κρατῶ κάποιον εἰς τὸ κουντόρι» ακολουθώ κάποιον κατά πόδας, παρακολουθώ κάποιον … Dictionary of Greek
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
condur — CONDÚR, conduri, s.m. 1. (înv.) Pantof femeiesc cu toc înalt, împodobit adesea cu broderii. 2. Compus: (bot.) condurul doamnei = plantă ornamentală agăţătoare, cu flori mari, galbene roşcate şi cu un pinten drept; călţunaşi, conduraş (2)… … Dicționar Român